- ἐσχατόγηρως
- ἐσχᾰτό-γηρως, ων,A in extreme old age, D.S.15.76, Str.14.1.48, M. Ant.9.33 : gen. sg. -γηρως Mitteis Chr.31 vii 29 (ii B.C.), v.l.in LXX Si. 42.8 : as fem., Poll.2.18 :
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐσχατογήρως — ἐσχατόγηρος adverbial ἐσχατόγηρος masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εσχατόγηρος — και εσχατόγηρως, ο (Α ἐσχατόγηρως, ων και ἐσχατόγηρος, ον και ἐσχατογέρων, ὁ) αυτός που βρίσκεται στην έσχατη (γεροντική) ηλικία, ο υπέργηρος, ο αιωνόβιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < έσχατος + γηρως (ή γηρος) < γήρας (πρβλ. α γήρως, ευ γήρως)] … Dictionary of Greek
εσχατογέρων — ἐσχατογέρων, ὁ (Α) ο εσχατόγηρως, ο υπέργηρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < έσχατος + γέρων] … Dictionary of Greek